- σίμωσις
- σίμωσις [ῑ], εως, ἡ,A snubness of nose, Gal.14.778.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σίμωσις — snubness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμώση — σίμωσις snubness fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμωση — η / σίμωσις, ώσεως, ΝΑ [σιμῶ] 1. το να είναι η μύτη σιμή, πλακουτσωτή 2. (γενικά) η προς τα επάνω κλίση ενός πράγματος … Dictionary of Greek